Η Στρατηγική της ανάτασης του Ελληνισμού στο έργο του Μιχάλη Χαραλαμπίδη
Δημήτρης Μάρτος
Γνώρισα
τον Μιχάλη Χαραλαμπίδη στη Φλωρεντία,
στα μέσα της δεκαετίας του 1970.
Αμέσως
με κέρδισε με την οξυδέρκεια και την
σαφήνεια του πολιτικού του λόγου.
Επηρέασε καθοριστικά την πολιτική
μου αγωγή. Φώτισε τα σκοτάδια της
μεταδικτατορικής πολιτικής αβελτηρίας.
Τα βιβλία, τα κείμενα, οι ομιλίες, οι
νουθεσίες και οι δράσεις του, συγκροτούν όχι
μόνο ένα απόθεμα ιδεών και πρακτικών
για τους νέους ανθρώπους, τους
«ευγενείς συναθλητές» του, όπως
αισιόδοξα ευελπιστούσε, αλλά και μια
σχολή πολιτικής θεωρίας και
σχεδιασμού. Αυτό
που διέκρινε κανείς στην υπερβατική
προσωπικότητα του ήταν το υψηλό αίσθημα
ατομικής ευθύνης απέναντι στην εθνική
συλλογικότητα.
Ήταν
από τους λίγους που συνέλαβαν την έννοια
της πολιτικής στο υπερθετικό βαθμό.
Την
εγκωμίασε με σθένος και πάθος, σαν
αντιστάθμισμα στο μαγαρισμό της και
τελικά στη «δολοφονία» της από τη
διανοητική πενία και τον καιροσκοπισμό
των μεταπολιτευτικών
πολιτικών
μορφωμάτων.
Ό,τι
επεξεργαζόταν και ό,τι πρότεινε το
τεκμηρίωνε και ιστορικά στις διδαχές
των μεγάλων δασκάλων μας. Και
είχε εμπεδώσει πρωτίστως την ουσία της
αρχαίας ελληνικής παιδείας: ότι ο
άνθρωπος πρέπει να κρίνεται από το
«είναι» του, από το λόγο και την ηθική
και όχι από το «έχειν», τον πλούτο
και τη δύναμη.
Ότι
η προσωπικότητα του ανθρώπου πρέπει
να αξιολογείται από την ικανότητα
και τη βούλησή του να κατανοεί τη φύση
και την κοινωνία και όχι να τις
κατακτά. Σε αυτό το σημείο βρισκόταν
και η κριτική του στη δυτική πνευματικότητα,
γιατί αυτή αντλούσε περισσότερο από τη
Ρώμη, το ρωμαϊκό-ατομικό Δίκαιο και
τον ιμπεριαλισμό της παρά από την Αθήνα
της Δημοκρατίας και της υψηλής πολιτικής.
Ύφαινε
ένα νήμα στιγμών της ελληνικής ιστορίας
που μπορούσαν να αποτελέσουν τα σταθερά
βάθρα μιας στρατηγικής ανάτασης, μιας
εξόδου από το αέναο τέλμα και τη συρρίκνωση.
Η Αθήνα του 5ου π.Χ. αιώνα ήταν η μεγαλειώδης
αφετηρία του νήματος. Στην σκέψη του
το κλεινόν άστυ δεν ήταν ένα άθροισμα
σπιτιών, ιδιοκτησιών και ιδιωτών, αλλά ο
δημόσιος χώρος, ήταν η Αγορά, η οποία
μετέτρεπε το άστυ σε Εκκλησία του Δήμου,
σε πόλη-πολιτεία, και όχι σε πόλη-κράτος,
δηλαδή, σε πόλη - γραφειοκρατών και
ιδιοκτητών. Η Πόλη-Αγορά ήταν,
για τον ΜΧ, η πρώτη ιστορική στιγμή, όχι
μόνο για την εθνική αλλά και την
οικουμενική χειραφέτηση. Την τίμησε,
δίνοντας στο ηλεκτρονικό βήμα του το
όνομά της.
Βάσισε
τη στρατηγική της ανάτασης και της νέας
διεθνούς περπατησιάς των Ελλήνων σε
κάποιες ιδεολογικοπολιτικές, κοινωνικές,
αναπτυξιακές και ιστορικές
κοινότητες. Η πρώτη ιδεολογικοπολιτική
κοινότητα ήταν το ΠΑΣΟΚ. Ως ιδρυτικό
μέλος και μέλος της συντακτικής
ομάδας της Διακήρυξής του,
ήλπιζε στη συγκρότηση ενός πολιτικού
θεσμού σε δημοκρατική βάση και όχι
παλαιοκομματική και σταλινική, βασισμένο
στα κοινωνικά κινήματα και όχι στο
πελατειακό κράτος. Διέκρινε, όμως, ότι
το ΠΑΣΟΚ κατανάλωσε σύντομα την
«πολιτική πρόσοδο» που του έδωσε η
Ιστορία. Μας έλεγε ότι «το ΠΑΣΟΚ το κάναμε
για να πάμε στην Κερύνεια και όχι στα
Ίμια». Προσπάθησε να εξηγήσει τι
οδηγούσε αυτή τη μεγάλη ιδεολογικοπολιτική
κοινότητα στον εκφυλισμό, προτείνοντας
και τους τρόπους της ανασυγκρότησής
της. Τη «Σύγκρουση του Νέου με το Παλαιό»,
όπως παρουσίασε στο ομότιτλο βιβλίο
τη σύγκρουσή του με τις γραφειοκρατικές,
σταλινικές και κρατικίστικες
αντιλήψεις και πρακτικές στο κόμμα,
νομίζω ότι η μέθη της εξουσίας δεν άφησε
να την καταλάβουν.
Η
δεύτερη κοινότητά του ήταν οι «Ιταλοί»,
ένα διακριτό ιδεολογικοπολιτικό
ρεύμα, που ανδρώθηκε αρχικά μέσα στο
ΠΑΣΟΚ και τη διαμόρφωσή του την επιμελήθηκε
ο ίδιος. Δεν επρόκειτο για κάποια
πολιτική σέχτα αλλά για συναγωνιστές
των φιλόδοξων στρατηγικών του και
των ενδιάμεσων εφαρμογών τους. Αλλά
ο ΜΧ υπερέβη το στενό πολιτικό
προσδιορισμό του «Ιταλού», βαδίζοντας
στη συνέχεια μόνος του, για να ενδυθεί
η προσωπικότητά του με εθνικές και
σταδιακά με οικουμενικές διαστάσεις.
Η
τρίτη κοινότητα ζητημάτων, που
περιπλανήθηκε και ανέδειξε ως ψηφίδες
της στρατηγικής του, ήταν οι αναπτυξιακές
κοινότητες. Πρωτίστως, οι «τόποι»,
οι γεωγραφικοί και ιστορικοί, με τους
οποίους ως άλλος Δημητριεύς υποδείκνυε
να ασχοληθούμε, να αναδείξουμε τα
απόκρυφα νοήματά τους και τα παραγωγικά
τους πλεονεκτήματα που απωθήθηκαν
από τον αθηνοκεντρισμό. «Ο μεγάλος
πόρος του συστήματος Ελλάδα είναι
ο τόπος, το έδαφος, το τοπίο» μας
υπενθύμιζε. Η γονιμότητα της σκέψης
του τροφοδοτούνταν από τη μεγάλη
κοινοτιστική, συνεταιριστική και
αγροτοδιατροφική μας παράδοση.
Στις έννοιες
της «τοποφιλίας»
και «αγροφιλίας»
διέκρινε τους μηχανισμούς μιας
αναπτυξιακής
ανασυγκρότησης
πέρα από το στενόχωρο και παρασιτικό
αθηνοκεντρικό μοντέλο. Διέκρινε
στο ρωμαλέο και αυτόνομο εργατικό κίνημα
της πρώτης μεταπολιτευτικής δεκαετίας
μια πραγματική και όχι κάποια ιδεοληπτική
πρωτοπορία.
Στο
περιοδικό «Τετράδια Συμβουλίων»,
τα οποία επιμελήθηκε τη δεκαετία του
1980, προσπάθησε να αναδείξει το ρόλο
των συνδικάτων ως «πολιτικών θεσμών
κοινωνικού μετασχηματισμού και ξεπεράσματος
της κρίσης». Μετά ήρθε μια από τις
πολλές απογοητεύσεις του: ο εκφυλισμός,
η κρατικοποίηση και η κορπορατίστικη
εκτροπή τους.
Στη
δεκαετία του 1990, μετά την πτώση του
διπολισμού και την αναθεώρηση
των
γεωπολιτικών όρων υπέρ των
ελληνικών περιφερειών και ενάντια
στην μονοκεντρικότητα
της
Αθήνας, αναζήτησε στην τοπική και
περιφερειακή αυτοδιοίκηση την πρωτοπορία
για
την «Επαναθεμελίωση του
Κράτους» και την «Πολυκεντρική
Ελλάδα».
Υπέδειξε ως «μεγάλη
ιδέα» της μεταψυχροπολεμικής
περιόδου την επανασύνδεση με
τους
κόσμους των Βαλκανίων και του Εύξεινου
Πόντου και όχι τη διοργάνωση της
Ολυμπιάδας
της Αθήνας. Ηγήθηκε σε
σημαντικές καμπάνιες για την
κατασκευή της
Εγνατίας οδού, για
τον εκσυγχρονισμό και την ολοκλήρωση
του Εθνικού Σιδηρόδρομου και
γενικά
αναζήτησε νέα αναπτυξιακά υποκείμενα, νέες
πόλεις, δίκτυα και περιφερειακές
επιρροές,
για να αλλάξει την αναπτυξιακή γεωγραφία,
την κεντρικότητα και την οικονομία
του
κλεπτοκαπιταλισμού.
Η
τέταρτη ενότητα στη στρατηγική της
ανάτασης ήταν οι αλησμόνητες πατρίδες
και οι ξεχασμένοι κόσμοι του ελληνισμού.
Συγκλονισμένος από τις επιπτώσεις της
Μικρασιατικής καταστροφής και τη
γενοκτονία των Ποντίων, άρπαξε την
κιβωτό των μνημών του λαού του και
προσπάθησε να τη διασώσει μέσα από τα
πολιτικά έλη του μεταδικτατορικού νεοφιλελεύθερου
και αριστερίζοντα αθηναϊσμού. Μια κιβωτό
που ο ΜΧ κουβάλησε με λίγους συντρόφους
του, αφού ούτε κάν οι μεγάλοι «εθνάρχες»
της Μεταπολίτευσης, ο Καραμανλής και
ο Παπανδρέου, βοήθησαν στη μεταφορά και
τη διάσωσή της. Από το «Νέο Ανατολικό
Ζήτημα» και το «Τουρκικό Πρόβλημα»
μέχρι το «Δικαίωμα στη Μνήμη» και το «Η
Μικρά Ασία Ενώνει –Η Τουρκία εκβαρβαρίζει»,
λάξεψε την εξωτερική επιφάνεια της κιβωτού
με επιγράμματα, που μαρτυρούσαν την
προέλευση και τον προορισμό της.
Η αναγνώριση
της Ποντιακής Γενοκτονίας από την
ελληνική Βουλή, ακόμη και η πολιτικοποίηση
και η διεθνοποίησή της είναι έργα δικά
του.
Ο
ΜΧ είχε αντιληφθεί έγκαιρα το μεγάλο
απόθεμα ελληνισμού που υπήρχε
στις κοινότητες της Νότιας Ιταλίας.
Η «Βαθειά Ελλάδα», όπως τις
αποκάλεσε στο ύστατο βιβλίο του για
την «Καλαβρία», κούμπωνε στο στρατηγικό
του όραμα-σχεδιασμό για τον ελληνισμό.
Προσπάθησε να λύσει δύσκολες περιφερειακές,
γεωπολιτικές και γεωπολιτισμικές
εξισώσεις, όπως, για παράδειγμα, αυτήν
ανάμεσα στον ελληνισμό της Καλαβρίας,
τον Βησσαρίωνα, την Ευρωπαϊκή Ένωση, το
Ποντιακό Ζήτημα και το Τουρκικό
Πρόβλημα, με πρωτοφανή μαεστρία.
Αντέδρασε
στην εκκολαπτόμενη «τουρκοϊταλική
φιλία», που βασιζόταν σε χαμηλού επιπέδου
ιστορικές επικλήσεις, αντιπαραθέτοντας
το στρατηγικό βάθος της «ελληνοϊταλικής
φιλίας», που ξεκινούσε από τις αρχαίες
ελληνορωμαϊκές παρακαταθήκες, την
παρουσία του Βησσαρίωνα και των Βυζαντινών
διανοούμενων στις πόλεις της Ιταλίας
(14 ο -15 ο αι.) και έφτανε στα ζωντανά υπολείμματα
του ελληνισμού της Μεγάλης Ελλάδας,
στις κοινότητες της Καλαβρίας, οι οποίες
αναζητούν, αιώνες τώρα, την ιστορική
και ευρωπαϊκή τους ταυτότητα,
κάνοντας βουτιές στο ελληνικό τους
παρελθόν. Δεν παγιδευόταν σε άγονες
αντιπαραθέσεις του παρελθόντος και
έξω από το πεδίο της πολιτικής χρησιμότητας,
γι’ αυτό δεν ανέδειξε τον Βησσαρίωνα
για τις θεολογικές επιλογές του αλλά
για το ότι ήταν ο πρώτος εισηγητής
της Ένωσης των ευρωπαϊκών εθνών και
μπορούσε να γίνει ο συμβολικός
διαμεσολαβητής του Ποντιακού και
του Νέου Ανατολικού Ζητήματος στην ΕΕ.
Μια
πέμπτη κοινότητα που ενέταξε στη
στρατηγική της ανάτασης ήταν
τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα. Σ’
αυτό τον διευκόλυνε τόσο ο ενθουσιώδης
διεθνισμός του όσο και η συμμετοχή
του στο ΔΣ της Διεθνούς Ένωσης για
τα Δικαιώματα και την Απελευθέρωση
των Λαών. Επιμελήθηκε το
περιοδικό «Λαοί», ένα βήμα
αντιιμπεριαλισμού και διοργάνωσε καμπάνιες
για το Κυπριακό, το Κουρδικό, το
Παλαιστινιακό, το Αρμενικό κλπ. Η
γνωριμία μας με έναν «λαό αγνοούμενο»,
τους Κούρδους και η διάσωση της ηθικής του
έθνους των Ελλήνων στην υπόθεση Οτσαλάν
είναι δικά του έργα.
Όλες
αυτές οι «κοινότητες» και οι πολλαπλές
συναρθρώσεις τους που ο ΜΧ επιχείρησε, ήταν
τα σταθερά δεδομένα που συγκροτούσαν
το στρατηγικό βάθος και πλάτος
του ελληνισμού και το αντιπαρέθετε
στο «στρατηγικό βάθος» του τουρκικού
κράτους. Γνώριζε, όμως, ότι αυτό που
μπορούσε να συναρθρώσει τα σταθερά με
τα μεταβλητά δεδομένα (οικονομία,
τεχνολογίες και εξοπλισμούς) της
στρατηγικής του και να τα εξακοντίσει,
ήταν η πολιτική στρατηγική σκέψη, ο
πολιτικός σχεδιασμός και η πολιτική
ευθύνη. Ήταν η «πολιτική» που έλλειπε,
γι’ αυτό ο ΜΧ είχε μια «εμμονή» στη
συνειδητοποίηση αυτού του ελλείμματος.
Γι’
αυτό έπλεκε συνεχώς «εγκώμια στην
πολιτική».