Καινοτομία εν κενώ
Τεχνολογία, Πολιτική και Ένοπλες Δυνάμεις
«Αδράνεια
ονομάζεται η τάση των σωμάτων να
αντιστέκονται
σε
οποιαδήποτε μεταβολή της κινητικής
τους κατάστασης.»
Οι πλαστικές έννοιες είναι επικίνδυνες, ειδικά όταν χρησιμοποιούνται από ελαστικά μυαλά. Η έννοια εξ ορισμού μεταφέρει νοήματα, δεν είναι όρος, δεν έχει αυστηρά καθορισμένο περιεχόμενο· και τα νοήματα πάντα κινούνται σε ένα φάσμα σημασιών, δεν είναι απόλυτα ούτε διακριτά. Όταν όμως το νόημα γίνεται λάστιχο εκεί αρχίζουν οι παρεξηγήσεις και οι λανθασμένες εντυπώσεις και προσδοκίες. Μια τέτοια έννοια είναι η καινοτομία, όχι μόνο γιατί στην εποχή της τεχνολογομανίας η λέξη προσλαμβάνεται με έναν φετιχισμό που κάνει την τρίχα τριχιά, αλλά και επειδή δεν υπάρχουν κοινώς νοούμενα κριτήρια περί του τί εστί πράγματι καινοτομία. Ετυμολογικά δύο παράμετροι είναι προαπαιτούμενες: ο χρονισμός και οι τομές που γίνονται στις παραγωγικές και λειτουργικές διαδικασίες. Με απλά λόγια, καινοτομία με καθυστέρησηi και χωρίς να προκαλεί ριζικούς μετασχηματισμούς, δεν είναι καινοτομία. Έτσι, δεν μπορεί κανείς να πάει μακριά στο θέμα αυτό από αναλυτικής πλευράς, αν τουλάχιστον δεν διακρινεί μεταξύ θεμελιακών τεχνολογιών καινοτομίας από τη μια πλευρά, και αλλαγών ή τροποποιήσεων που βελτιστοποιούν ή επαυξάνουν τις δυνατότητες ήδη υπάρχουσων τεχνολογιών (δηλαδή καινοτομιών του χθες) από την άλλη. Και επειδή οι τεχνολογικές καινοτομίες εκδηλώνονται με διαφορετικό ρυθμό και ένταση σε κάθε πεδίο του επιστητού, οφείλει κανείς να τις εξετάζει εστιάζοντας κατάλληλα.
Το γενικό ιστορικό υπόδειγμα
Από την εποχή της πρώτης τεχνολογικής επανάστασης το 1771 στη Βρετανία μέχρι την παρουσίαση του πρώτου μικροεπεξεργαστή Intel το 1971 στην Καλιφόρνια μεσολάβησαν 200 χρόνια που σημαδευτηκαν από πέντε στάδια ριζικών τεχνολογικών εξελίξεων που άλλαξαν το οικονομικό εποικοδόμημα παγκοσμίως. Στο μεσοδιάστημα καθενός εξ αυτών υπήρχε μια μέση διάρκεια περί τα 50 χρόνια κατά την οποία προχωρούσε η διαδικασία δομικών προσαρμογών και ενσωμάτωσης των νέων μέσων [2]. Στον τομέα της οικονομίας, κάθε νέα τεχνολογική επανάσταση δημιουργούσε πρωτογενώς νέου τύπου υποδομές και υπηρεσίες, όμως στην τεχνολογία όπλων υπήρχε ένας αυτόνομος ρυθμός ανάπτυξης. Για παράδειγμα η δημιουργία καναλιών και πλωτών οδών κατά την Α’ τεχνολογική επανάσταση λίγο επηρέασε την πολεμική τεχνολογία, και σίγουρα πολύ λιγότερο απ’ ό,τι η Β’ τεχνολογική επανάσταση με την ανάπτυξη των σιδηροδρόμων και των μηχανών ατμού.
Το ίδιο υπόδειγμα μπορεί να παρατηρηθεί ακόμη και για τεχνολογίες που ήταν εγγενώς συνυφασμένες με το στρατό, όπως η ανάπτυξη της ραδιοτεχνολογίας που οδήγησε σε μνημειώδεις εφευρέσεις όπως ο τηλέγραφος. Αυτές, αν και άλλαξαν τον τρόπο που οργανώνεται και λειτουργεί η στρατιωτική επιμελητεία και λογιστική υποστήριξη μέσω επιτάχυνσης των επικοινωνιών, πολύ λίγο επηρέασαν αρχικά το περιεχόμενο ή τη φύση των οπλικών συστημάτων. Αντίστοιχα, ο ταχύτερος εντοπισμός ιπταμένων μέσων που έφερε η εφεύρεση του ραντάρ, δεν οδήγησε και στη μετάβαση από ελικοφόρα σε αεροπλάνα με κινητήρες αεριώθησης (jet engines)· αυτή ήταν αποτέλεσμα της τέταρτη τεχνολογικής επανάστασης – δηλαδή της πετρελαϊκής οικονομίας με την ανάπτυξη της σχετικής τεχνολογίας κινητήρων. Όμως τα ραντάρ (ως τεχνολογία πια και όχι ως συσκευή) μετετράπη εν τέλει σε καταλύτη για την εξέλιξη των οπλικών συστημάτων όταν με την Ε’ τεχνολογική επανάσταση των ολοκληρωμένων κυκλωμάτων άρχισαν να λειτουργούν ως τροφοδότες δεδομένων για τα νέας γενιάς αυτοκατευθυνόμενα όπλα.
Αυτή η ιδιομορφία δεν πρέπει να εκπλήσσει. Οι εξελίξεις στο οικονομικό πεδίο κρίνονται και καθοδηγούνται από το αόρατο χέρι της αγοράς και του κέρδους, ενώ στον κλάδο της τεχνολογίας όπλων είναι ο πόλεμος καθαυτός που καθορίζει την κατεύθυνση και την ταχύτητα των εξελίξεων. Είναι τα αδιέξοδα και η πίεση του πολέμου που επιβάλουν τη γρήγορη αντίδραση στις πράξεις και ευρεσιτεχνίες του αντιπάλου. Μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, η (ευτυχώς) διαρκής ειρήνη έχει αφήσει αρκετά αχαρτογράφητα νερά ως προς αυτό. Προφανώς δεν έλλειψαν οι πόλεμοι από το 1945 έως σήμερα αλλά η ύπαρξη πυρηνικών όπλων δεν επιτρέπει την εκδήλωση πολέμων μεγάλης κλίμακας και διάρκειας μεταξύ μεγάλων δυνάμεων (που εξ ορισμού έχουν τους πόρους και την σχετική τεχνολογική πρωτοπορία). Οι περιφερειακές συγκρούσεις διατηρούν χαρακτήρα πειραματικό. Αλλά αυτό που παραμένει ως βασικό ερώτημα είναι αν στο πεδίο των στρατιωτικών επιχειρήσεων το τεχνολογικό προβάδισμα πράγματι εγγυάται νικηφόρους πολέμους.
Ένα ενδιαφέρον μάθημα της στρατιωτικής ιστορίας
Η ιστορία και εξέλιξη των πυροβόλων όπλων έχει πολλά να διδάξει και να απαντήσει σε σχέση με αυτό το ερώτημα [4, 5]. Η ανακάλυψη της μαύρης μπαρούτης και η συνεπαγωμενη έλευση των πυροβόλων όπλων περί τον 13ο αιώνα ήταν μια ριζοσπαστική αλλαγή στην πολεμική τεχνική. Για παραπάνω από πέντε αιώνες τα πυροβόλα όπλα ήταν σχεδιαστικά περιορισμένα σε κατάσταση λειτουργίας μεμονωμένων βολών (και αρκετά αργότερα βολή κατά βολή) και οι κατά καιρούς βελτιώσεις είχαν κυρίως χαρακτήρα σταδιακής εξέλιξης χωρίς να φέρνουν κάτι εξ ίσου σαρωτικό.
Το πρώτο πυροβόλο με δυνατότητα βολών κατά ριπάς ήταν το μυδράλιο και από τεχνικής απόψεως η ανακάλυψη αυτή είναι ένα σημείο καμπής για την εξέλιξη των πυροβόλων όπλων. Το πρώτο μυδραλιοβόλο είχε εφευρεθεί στο Βέλγιο στα μέσα του 19ου αιώνα και εντάχθηκε σε μια πιο εξελιγμένη εκδοχή του (Reffye) στο οπλοστάσιο του γαλλικού στρατού από το 1869. Ως τεχνολογία όμως η καινοτομία ήταν παράγωγο της επανάστασης στην τεχνολογία φυσιγγίων, αφού το 1846 ο Benjamin Houllier στο Παρίσι καταχώρησε την πρώτη πατέντα μεταλλικών φυσιγγίων (η B’ τεχνολογική επανάσταση της εποχής του ατμού οδήγησε σε αυτή την εξέλιξη). Τα φυσίγγια αυτά έδωσαν τη δυνατότητα σοβαρών σχεδιαστικών αλλαγών στα πυροβόλα όπλα, με πρώτη περίπτωση τα μυδράλια. Η ανάπτυξη και ένταξη του σε επιχειρησιακη δράση έγινε με μεγάλη μυστικότητα ενώ κανένας άλλος στρατός της ηπειρωτικής Ευρώπης δεν διέθετε αντίστοιχο προσόν. Παραδόξως, παρόλο το τεράστιο τεχνικό πλεονέκτημα της Γαλλίας, κατά τον Γαλλο-Πρωσσικό πόλεμο του 1870-1871 η Πρωσσία πέτυχε μια νίκη που έμελλε να είναι και η πιο κρίσιμη για το μέλλον της ευρωπαϊκής ιστορίαςii. Η αντίφαση αυτή μού έμενε ανεξήγητη μέχρι να μελετήσω προσεκτικά το μνημειώδες βιβλίο του Edward Luttwak για τη Στρατηγική. [3]
Η
μυστικότητα με την οποία εισήχθη το
όπλο στο τότε στράτευμα δεν επέτρεπε
την εξάσκηση και εξοικείωση με αυτό,
και φυσικά καμία συζήτηση με τακτικό
περιεχόμενο δε μπορούσε να αναπτυχθεί
σε επιτελικό επίπεδο
για τον καλύτερο σχεδιασμό αξιοποίησης
του. Πέραν αυτού, το βάρος του μυδραλίου
επέβαλε την προσαρμογή του σε τροχοφόρα
βάση, πράγμα που το μετέτρεπε χρηστικά
σε μονάδα που θύμιζε
περισσότερο στοιχείο πυροβολικού παρά
πεζικού. Αυτή όμως η λεπτομέρεια
συνεπαγόταν και την ανάπτυξη του στο
πεδίο της μάχης δίπλα στα όπλα του
πυροβολικού, στα μετόπισθεν δηλαδή του
πεζικού, γεγονός
που καθιστούσε απαγορευτική τη χρήση
του αφού θα στόχευε πρώτα τα φίλια
τμήματα. Επιπλέον η εφοδιαστική υποστήριξη
του ήταν μια άγνωστη ρουτίνα, σε μια
εποχή που μονάχα οι σφαίρες που απαιτούνταν
για βολές 1 λεπτού (125
σφαίρες) αρκούσαν για εβδομάδες
σε κάθε στρατιώτη του πεζικού. Κάθε
διμοιρία δεν είχε περισσότερα από ένα
ή δύο κάρα εφοδιασμού και φυσικά δε
μπορεί να αγνοηθεί ότι ο Ναπολέων ο Γ’
ήταν
αξιωματικός του πυροβολικού.
Η
δε
ανάθεση του νέου οπλου στο πεζικό θα
απαιτούσε εκ των πραγμάτων την παράδοση
και των λιγοστών βαγονιών μεταφοράς
πυρομαχικών
που διέθετε το πυροβολικό.
Στη
μάχη του Grevelotte τα Πρωσσικά στρατεύματα
επέλασαν σε τέτοιο βαθμό που βρέθηκαν
τελικά εντός εμβέλειας των μυδραλίων
και το αποτέλεσμα ήταν πράγματι
κατατροποτικό με περισσότερους από
20.000 Πρώσσους στρατιώτες νεκρούς. Αλλά
πέραν αυτού το φονικό αυτό όπλο αποδείχθηκε
ανίκανο να επηρεάσει την πορεία άλλων
μαχών
(και ειδικά την πολιορκία του Metz
όπου και αποσύρθηκε ο εξουθενωμένος
γαλλικός στρατός μετά τη «νίκη» του στο
Grevelotte).
Το πρώτο όμως αυτόματο όπλο με ενσωμάτωση τεχνολογίας αυτομάτων βολών ήταν το Maxim gun. Χάριν των εξελίξεων στον κλάδο της χημείας που οδήγησαν στην εφεύρεση του μπαρουτιού με μειωμένο φορτίο καπνού και αυξημένη εκτόνωση αερίων αναπτύχθηκε η τεχνολογία αυτόματης φόρτωσης φυσιγγίων (το μυδράλιο, αν και έβαλε κατά ριπάς, δεν λειτουργούσε με αυτόματη φόρτωση φυσιγγίων). Το 1884 ο Hiram Maxim παρουσίασε το πρώτο αυτόματο όπλο αυτής της μορφής, και η σταδιακή βελτίωση οδήγησε στην πρώτη ελαφριά εκδοχή του – το Δανέζικο Madsen το 1902 – που μπορούσε να φέρεται από πεζούς). Το μικρότερο μέγεθος συνδυαζομενο με τη δυνατότητα μαζικής παραγωγής έκανε τη νέα αυτή κατηγορία όπλων καταλυτική. Η φονικότητα των μαχών του Α’ Παγκοσμί ου Πολέμου συγκαθορίστηκε από αυτές τις τεχνικές εξελίξεις. Η ένταξη των αυτόματων όπλων στο πεζικό έγινε αρχικά από τη Βρετανική αυτοκρατορία αλλά με ανώτατο όριο τα 4 όπλα ανά 800 άνδρες με γραπτή διαταγή της εμβληματικής στρατιωτικής φιγούρας Lord Kitchener το 1915.
Οι αντιστάσεις σε μια τέτοια εξέλιξη από μια τόσο ικανή προσωπικότητα δεν πρέπει να περάσουν απαρατήρητες. Κάθε άλλο παρά ακατάλληλος ήταν ο Λόρδος Kitchener που όμως κατανοούσε ότι η αποδοχή της μαζικής χρήσης των αυτόματων όπλων καταργούσε το ρόλο του ιππικού και περιόριζε την πολεμική διαδικασία σε μια στατική σύγκρουση χαρακωμάτων και πυροβολικού. Εξ ίσου σοβαρά επιτελικά μυαλά του γαλλικού επιτελείου αντέτασαν ότι το τεχνικό πλεονέκτημα των αυτόματων όπλων θα μπορούσε να ακυρωθεί από το «επιθετικό πνεύμα της κατά μέτωπον επίθεσης». Ένα διαρκές μάθημα της ιστορίας είναι ότι η ευστροφία και η εμπειρία δεν αρκούν, για να χαλιναγωγήσουν τις ροπές αδράνειας, αν δεν συνοδεύονται από προσαρμοστικότητα και πολιτική αρετή. Και ο λόγος γι’ αυτό είναι ότι η αδράνεια δεν πρέπει να συγχέεται με την ακινησία, η ακινησία υπονοεί απάθεια ενώ η αδράνεια μια ενεργή δράση αντίστασης.
Έτσι την λύση σε αυτό το στρατιωτικό ζήτημα την έδωσε ένα άνθρωπος χωρίς στρατιωτική εμπειρία αλλά με ισχυρό πολιτικό αισθητήριο, γιατί «η πολιτική τέχνη της διακυβέρνησης περιλαμβάνει και την πολεμική τέχνη, την πολιτική άμυνας μιας χώρας».iii Ο David Lloyd George ανέβασε τον αριθμό αυτό ανά τάγμα πεζικού σε 64, αλλά η ένταξη του έγινε σε μία φάση που τα θέατρα των επιχειρήσεων είχαν ήδη πλαισιωθεί από μακρές γραμμές οχυρώσεων και χαρακωμάτων, οχυρά, πολυβολία και ναρκοθετήσεις που καθιστουσαν αδύνατη την διείσδυση πεζικού. Η τακτική παράλυση πέρασε και σε άλλα επίπεδα αφού οι κατά μέτωπον νίκες στα θέατρα επιχειρήσεων ήταν αδύνατες και μόνο η εσωτερική πολιτειακή υπονομευση μπορούσε να οδηγήσει σε άλωση του αντιπάλου (βλέπε Οκτωβριανή Επανάσταση). Η στατικότητα της νέας μορφής πολέμου υπερκεράστηκε μόνο από την αναδόμηση όλης της παραγωγικής διαδικασίας και την μετατόπιση στην πετρελαιοστρεφή οικονομία, που έδωσε τη δυνατότητα ανάπτυξης και ενεργοποίησης μηχανοκινητων θωρακισμένων μονάδων. Με αυτές, οι μονάδες πεζικού ανεκτησαν τη χαμένη τους δυνατότητα κίνησης εν μέσω μαζικών πυρών. Οι πρωτοπόροι σε αυτή τη νέα μορφή πολέμου ήταν οι Γερμανοί με τα γνωστά διδάγματα σε όλο το εύρος των ευρωπαϊκών πεδίων μάχης κατά τον Β’ ΠΠ με χαρακτηριστηκότερο τη γραμμή Μαζινόiv.
Δεν χρειάζεται συνεπώς ιδιαίτερη ευφυΐα για να κατανοήσει κάνεις ότι κανένα τεχνικό πλεονέκτημα δεν λειτουργεί ως ορίζουσα όταν δεν συνοδεύεται από μια οργανωτική αναδιάταξη σε τακτικό και επιχειρησιακό επίπεδο και έχοντας κατά νου τα θέατρα επιχειρήσεων και τα ευρύτερα πολιτικά συμφραζόμενα. Και βέβαια κάτι τέτοιο χωρίς διαλεκτικήv προεργασία είναι εξ ορισμού αδύνατο.
Το μέλλον στα εξοπλιστικά
Τα παραπάνω για να έχουν πρακτικό αντίκρισμα σήμερα πρέπει να εξεταστούν υπό το πρίσμα της 6ης τεχνολογικής επανάστασης που είναι υπό εξέλιξη. Η πρόοδος στο πεδίο της τεχνητής νοημοσύνης, των κβαντικών υπολογιστών και νανο-εκρηκτικών, θα επιφέρουν κοσμογονικές αλλαγές που θα καταστήσουν πολλαπλές δομικές προσαρμογές αναπόφευκτες. Δεν είναι σκοπός αυτού του άρθρου να καλύψει τις τεχνικές διαστάσεις του θέματος και η βιβλιογραφία είναι πλούσια. (ενδεικτικά [7], [10]). Εν ολίγοις να πούμε ότι, αυτόνομα συστήματα χαμηλού κόστους και μεγάλης επεξεργαστικής ισχύς υποστηριζόμενα από υπερυψηλών αποδόσεων υποδομές συλλογής και επεξεργασίας δεδομένων, θα ανατρέψουν τις συμβατικές παραδοχές περί αυτοπροστασίας και ανθεκτικότητας.
Αυτό με τη σειρά του θα ακυρώσει το ρόλο πολλών στρατιωτικών δομών, οι οποίες αντανακλαστικά θα ορθώσουν εμπόδια στην ενσωμάτωσή τους, ενώ πολλές από τις συμβατικές πλατφόρμες θα καταστούν ευάλωτες σε βαθμό τέτοιο, που μια καθήλωση αντίστοιχη με αυτής του πεζικού και ιππικού κατά τον Α΄ΠΠ, δεν μπορεί να θεωρείται διόλου απίθανη. Ιστορικά αυτή θα είναι μια πρωτόγνωρη εμπειρία για τις ναυτικές δυνάμεις. Υπό αυτό το πρίσμα μπορούμε να πούμε ότι το μοναδικό μέσο που στο εξής θα επιτρέπει την ‘ασφαλή’ εντός θαλάσσης κίνηση θα είναι οι υποβρύχιες μονάδες και όχι οι μονάδες επιφανείας. Το ναυτικό του μέλλοντος πρέπει να έχει για την ανάλογη διάρθρωση στόλου.vi
Προφανώς οι μονάδες επιφανείας δεν χάνουν την αξία τους, απλά ο ρόλος τους θα επανακαθοριστεί βάσει των νέων δεδομένων (π.χ. ως μονάδες υποστήριξης αντιαεροπορικών ή ανθυποβρυχιακών επιχειρήσεων), και το κόστος αυτοπροστασίας θα αυξηθεί σημαντικά. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να γίνονται υπερβατικοί συνειρμοί ότι ο ανθρώπινος παράγοντας ή ότι οι κλασσικές πολεμικές αρχές θα ακυρωθούν. Η Ομήρου Ιλιάδα δε θα χάσει ποτέ την κεντρικότητα των νοημάτων της. Η στρατιωτική ιστορία έχει αποδείξει ότι ποτέ οι παραδοσιακές αρχές του πολέμου δεν ακυρώθηκαν. Επί παραδείγματι, αν και με τρόπο παλινδρομικό, η έλευση των τεθωρακισμένων τελικά επανέφερε το πεζικό στο επίκεντρο. Ακόμη και σήμερα, νίκες χωρίς επιτόπια επικράτηση δεν υφίστανται, και αν τα όπλα υψηλής τεχνολογίας αρκούσαν, ο πόλεμος στην Ουκρανία θα είχε τελειώσει προ πολλού.
Αυτές όμως είναι προβληματικές πού απαιτούν διεξοδική μελέτη και διεισδυτική ανάλυση· και οι άνθρωποι που μπορούν να τις κάνουν με επάρκεια είναι πολλοί λίγοι. Η διοργάνωση του πρώτου συνεδρίου Ναυτικής Ισχύος από το Γ.Ε.Ν. με πρωτοβουλία του Αρχηγού Αντιναύαρχου Σ. Πετράκη ήταν ελπιδοφόρα. Ο λόγος είναι ότι στη λίστα των προσκεκλημένων ομιλητών ήταν και ένα όνομα έκπληξη, αυτό του Edward Luttwak· το εύρος των γνώσεων, οι διαστάσεις των εμπειριών και η πλανητική αντίληψη του εν λόγω προσώπου δεν μπορούν να αποτυπωθούν σε κανένα άρθρο ή βιογραφικό σημείωμα. Το σίγουρο όμως είναι ότι η πρόσκληση αυτή σηματοδοτεί ότι στις Ε.Δ. της χώρας υπάρχουν οι νευρώνες εκείνοι που συλλαμβάνουν τις προκλήσεις του αύριο και έχουν όραμα για το μέλλον της πατρίδας. Οι μεγάλες πρωτοβουλίες της ιστορίας δεν ήταν ποτέ μια μαζική διαδικασία, ήταν αποτέλεσμα ενεργειών και συλλήψεων προσώπων που έδρασαν αντικρίζοντας την πραγματικότητα και υπερβαίνοντας εγγενείς ροπές αδράνειας. Ο μετασχηματισμός του κράτους περνάει μέσα από την εξέλιξη των εσωτερικών δομών του, και οι Ε.Δ. υπάγονται σε αυτή την κατηγορία. Και για να θυμηθώ τα λόγια του Μιχάλη Χαραλαμπίδη:
Στις σημερινές συνθήκες, οι κοινωνίες χρειάζονται ιστορικού τύπου μεταρρυθμίσεις πολιτικής και θεσμικής επαναθεμελίωσης τους για την υπεράσπιση των αυθεντικών μορφών της πολιτικής. [6]
Χρήστος Τσοπόκης - Δεκ. 2022
To άρθρο δημοσιεύθηκε αρχικά στο SLPress.gr στις 24/01/2023
Παραπομπές
Reinventing Military Innovation by Edward N. Luttwak; International Symposium on Security Affairs 2012
Technological Revolutions and Financial Capital: The Dynamics of Bubbles and Golden Ages by Carlota Perez 2003
Strategy - The Logic of War and Peace, Edward Luttwak 2003
The Illustrated History of Guns: From First Firearms to Semiautomatic Weapons, Chuck Wills, 2017
The Social History of the Machine Gun, John Ellis, 1986
Η Δολοφονία της Πολιτικής – Ο Μεταπολιτευτικός Εκφυλισμός της, το Δικό μου Εγκώμιο στην Πολιτική, Μιχάλης Χαραλαμπίδης, 2022.
The Age of AI: And Our Human Future Hardcover, Henry Kissinger, Eric Schmidt, Daniel Huttenlocher 2021
Οι Άρχονες των Θαλασσών - Η επική ιστορία του Αθηναϊκού Στόλου και η γέννηση της Δημοκρατίας, John Hale, 2010
The Israeli Army Hardcover, Edward Luttwak & Dan Horowitz, 1975
Asymmetric Warfare, Volume III - Issue 1, T.X. Hammes, Technological Convergence is Changing Warfare, May 2018
i Η κλασσική περίπτωση εργασίας για το πως η καθυστερημένη παράδοση τεχνολογιών ‘καινοτομίας’ μπορεί να ακυρώσει τη χρησιμότητα τους, είναι αυτή του JSF (F-35) του οποίου το βασικό σχεδιαστικό στοιχείο ήταν το χαμηλό ίχνος ανίχνευσης. Για περισσότερες λεπτομέρειες η αναφορά [1] είναι ένα χρήσιμο σημείο εκκίνησης. Τελικά, η επιχειρησιακή συνάφεια του JSF σήμερα καθορίζεται από τη δυνατότητα του μέσου να λειτουργεί ως εναέρια πλατφόρμα αισθητήρων και κατανομής αποστολών παρά από την τεχνολογία stealth που ενσωματώνει.
ii Δεν είναι καθόλου υπερβολή να ειπωθεί ότι οι πολιτικές εξελίξεις στην Ευρώπη που οδήγησαν στον Α’ΠΠ έχουν τη βάση τους στη νίκη της Πρωσσίας, τη διεύρυνση της ενωμένης Γερμανίας τότε σε συνδυασμό με τη διάλυση της Β’ γαλλικής αυτοκρατορίας.
iii Στο ένθετο κείμενο του Μιχάλη Χαραλαμπίδη «Η απροετοίμαστη ηγεσία – προαναγγελία της ήττας των Ιμίων», σελ. 165 – 166 στο [6].
iv Ένα στοιχείο που αξίζει να σημειωθεί, είναι ότι η γραμμή Μαζινό ως σύλληψη αντανακλούσε και μια πολιτική αντίληψη στατικής άμυνας, την ίδια ώρα που το πλέγμα των συμμαχιών της Γαλλίας απαιτούσε μια ενεργητική πολιτική που θα παρείχε ένα ισχυρό κίνητρο και εγγυήσεις στα συμβαλλόμενα συμμαχικά μέρη (π.χ. Βέλγιο) για την ισχύ και τη δεσμευτικότητα των συμφωνιών αμυντικής συνδρομής.
v Είναι γνωστό ότι οι σοβαροί στρατοί του κόσμου αποτελούν και μια εθνική πλατφόρμα πολιτικού και τεχνικού διαλόγου. Δεν υπάρχουν πολλοί στρατοί αυτής της κλάσης αλλά το ναυτικό της αρχαίας Αθήνας και το σημερινό Ισραήλ είναι δύο καλά παραδείγματα προς μελέτη. [8, 9]
vi Ως ένα βαθμό το ίδιο σύμπτωμα παρατηρείται σήμερα στο αεροπορικό πεδίο. Για παράδειγμα η δυνατότητα νέας γενιάς μαχητικών όπως τα Rafale ή τα αναβαθμισμένα F-16 Viper, που ενσωματώνουν προηγμένα συστήματα εντοπισμού και μεγαλύτερης εμβέλειας όπλα, να εγκλωβίζουν στόχους σε τεράστιες αποστάσεις, αναιρούν εν μέρει τη δυνατότητα αερομαχιών εκ του σύνεγγυς. Οι αεροπορικές δυνάμεις που στερούνται αυτών των δυνατοτήτων δεν μπορούν να έχουν την εμβέλεια και ευελιξία που παρέχουν οι πλατφόρμες αυτές σχεδιαστικά όταν αντιμετωπίζουν αντιπάλους που τις έχουν στη διάθεσή τους.